- ἐκάθηντο
- κατά-κάθημαιto be seatedimperf ind mid 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκάθηντ' — ἐκάθηντο , κατά κάθημαι to be seated imperf ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντειχίδιος — ἐντειχίδιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται μέσα στο τείχος («ἐντειχίδιοι ἐκάθηντο», Λουκ.) … Dictionary of Greek